- ἐκποινίζομαι
- ἐκποινίζομαι, [tense] fut. -ποινιοῦμαι,A v.l. for ἐκπην- in Sch.Ar.Ra.586.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκποινιεῖται — ἐκποινίζομαι fut ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)